ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Δείτε πως δουλεύουν οι βιολογικοί καθαρισμοί στην Ελλάδα.....έργα πολιτισμού και ανάπτυξης!!!!

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΈΓΚΛΗΜΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΣΤΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟ

Oι ειδικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ασυνείδητοι να διοχετεύουν τοξικές ουσίες, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία ελέγχου

Επικίνδυνα τοξικά φορτία (απόβλητα), προερχόμενα από βιομηχανίες και νοσοκομεία, καταλήγουν κατά διαστήματα στις εγκαταστάσεις του Βιολογικού Καθαρισμού Θεσσαλονίκης κι από εκεί στο Θερμαϊκό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μόλυνση των νερών του.

Την ίδια ώρα, σημαντικό πρόβλημα στην απρόσκοπτη λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού δημιουργούν οι ποσότητες λαδιών και πετρελαίων που ρίπτονται στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, με συχνότητα που φτάνει ακόμη και τις δύο φορές το μήνα.



Σύμφωνα μάλιστα με καταγγελίες, κατά καιρούς έχουν εντοπιστεί οδηγοί βυτιοφόρων οι οποίοι δήλωναν ψευδή στοιχεία όσον αφορά την προέλευση των λυμάτων που μετέφεραν στο βιολογικό καθαρισμό.

Ενώ ισχυρίζονταν ότι ήταν αστικά λύματα, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για φορτία που προέρχονταν από βιομηχανική περιοχή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ο καθηγητής στο Τμήμα Χημείας του ΑΠΘ Θεμιστοκλής Κουιμτζής, ο οποίος τονίζει: «Oταν ήμουν πρόεδρος στον τότε Oργανισμό Αποχέτευσης, μία βιομηχανία είχε στείλει στο βιολογικό καθαρισμό ένα φορτίο φυτοφαρμάκου, δήθεν ως οικιακά λύματα από την Ιωνία.

Ένας χημικός θα καταλάβαινε από την οσμή -μύριζε έντονα οξικό οξύ- ότι επρόκειτο για τοξικό φορτίο, ο εργάτης όμως του βιολογικού καθαρισμού δεν είχε, όπως είναι φυσικό, τέτοιου είδους γνώσεις, με αποτέλεσμα ο βιολογικός καθαρισμός να παραμείνει εκτός λειτουργίας για μία εβδομάδα. Χρειάστηκε να πάρουμε νέους μικροοργανισμούς -βιοκοινωνία, όπως τους ονομάζουμε- και να ξεκινήσουμε από την αρχή τη λειτουργία του». Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποτραπεί η επανάληψη ενός τέτοιου συμβάντος ο κ. Κουιμτζής τόνισε: «Το θέμα είναι να ελέγχονται τα φορτία των βυτιοφόρων».

Θορυβημένοι Τη διοχέτευση επικίνδυνων τοξικών φορτίων δεν αποκλείουν οι εργαζόμενοι στο βιολογικό καθαρισμό αλλά και εκπρόσωποι του επιστημονικού κόσμου. «Δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα τι καταλήγει σε ένα βιολογικό καθαρισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας του ΤΕΕ/ΤΚΜ, Σωκράτης Φάμελλος. Oπως συμπληρώνει ο ίδιος, «αν πρόκειται για βοθρολύματα, οι οδηγοί των βυτιοφόρων δε δηλώνουν πάντα από πού προέρχονται αυτά. Επιπλέον, είναι πάρα πολύ εύκολο οποιοσδήποτε να σηκώσει ένα καπάκι αποχέτευσης μέσα στη νύχτα και να ρίξει μέσα οτιδήποτε».

Στις εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού στη Ν. Μηχανιώνα σε ημερήσια βάση καταλήγουν 150 βυτιοφόρα με λύματα, ενώ άλλα 75 φτάνουν στις εγκαταστάσεις της Σίνδου. Γι’ αυτά τα φορτία, υπάρχει υποχρέωση οι οδηγοί των βυτίων να δηλώνουν την προέλευσή τους, κάτι που όμως, όπως παραδέχεται ο προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας της ΕΥΑΘ, Παναγιώτης Μονέδας, «δεν τηρείται όπως θα έπρεπε και είναι από τα πράγματα που προσπαθούμε να βάλουμε σε τάξη, παρόλο που δεν έχουμε φαινόμενα που να δείχνουν ότι αδειάζουν ανεπίτρεπτα φορτία». O ίδιος συμπληρώνει ότι γίνεται δειγματοληψία στα φορτία των βυτιοφόρων -όχι χημικός έλεγχος-, η οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ικανοποιητική, γιατί δεν υπήρξαν ανησυχητικά κρούσματα. Η θάλασσα «Αυτά που μας φοβίζουν, είναι τα φορτία που βγάζουν το βιολογικό καθαρισμό εκτός λειτουργίας και ρυπαίνουν τη θαλάσσια ζώνη», αναφέρει από την πλευρά του ο κ. Φάμελλος. Oπως συμπληρώνει ο ίδιος, αν ρίξει κανείς στις δεξαμενές του βιολογικού καθαρισμού κάποια ουσία με τοξική συμπεριφορά, αυτή θα διαταράξει την ομαλή λειτουργία της εγκατάστασης, θανατώνοντας την ευαίσθητη κοινωνία των μικροοργανισμών. «Καταλαβαίνουμε πότε μία ουσία έχει μεγάλη τοξικότητα, από το γεγονός ότι μαυρίζουν οι δεξαμενές, ένδειξη ότι πεθαίνουν οι μικροοργανισμοί και ο βιολογικός καθαρισμός δεν επεξεργάζεται πια τα λύματα.

Για τις επόμενες 10 με 20 ημέρες αυτά, με τη μορφή ανεπεξέργαστου φορτίου, καταλήγουν στη θάλασσα, το ρέμα ή σε όποιον άλλον αποδέκτη», τονίζει. Η διαφορά μεταξύ των μεγάλων εγκαταστάσεων βιολογικών καθαρισμών και των μικρών, έγκειται στο γεγονός ότι μία ποσότητα τοξικής ουσίας σε μία μεγάλη εγκατάσταση αραιώνεται πολύ, ενώ αντίθετα στις μικρές εγκαταστάσεις τα τοξικά φορτία βγάζουν το βιολογικό καθαρισμό πολύ ευκολότερα εκτός λειτουργίας.

O «ΑτΚ» απευθύνθηκε για το θέμα στη Διεύθυνση Περιβάλλοντος της ΕΥΑΘ, προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα τοξικές ουσίες να καταλήγουν και σήμερα στο βιολογικό καθαρισμό, αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό και πώς μπορεί να αποτραπεί.

Ερωτηθείς για το αν είναι πιθανό το ενδεχόμενο κάποια βιομηχανική μονάδα να επιχειρήσει να στείλει στο βιολογικό καθαρισμό λύματα, που ενδεχομένως έχουν και τοξική επικινδυνότητα, ο αρμόδιος προϊστάμενος της ΕΥΑΘ, Παναγιώτης Μονέδας, απάντησε: «Δεν αποκλείεται καθόλου. Αλλά αν έχει συμβεί αυτό, είναι σε ποσότητες τέτοιες που δεν έχει προκαλέσει σοκ στην εγκατάσταση».

Αναφερόμενος στις περιβαλλοντικές συνέπειες ενός τέτοιου σοκ, ο ίδιος τόνισε ότι, όταν ο βιολογικός καθαρισμός δε λειτουργεί όπως πρέπει ή τίθεται εκτός λειτουργίας, δε γίνεται η βιολογική επεξεργασία, μέσω της οποίας αφαιρούνται οι επιβαρυντικές για το περιβάλλον ουσίες παρά μόνον η άμμος, τα λίπη και τα στερεά αντικείμενα, με αποτέλεσμα να έχουμε λύματα στον έξω κόλπο της Θεσσαλονίκης, περίπου στην περιοχή του Γαλλικού Ποταμού, όπου εκβάλλει ο αγωγός εξόδου του βιολογικού καθαρισμού.

Δίνοντας μία άλλη περιβαλλοντική διάσταση για το ίδιο θέμα και σχολιάζοντας τα περιστατικά που αφορούν τον εντοπισμό οδηγών, οι οποίοι μετέφεραν βιομηχανικά απόβλητα -όχι επικίνδυνα αλλά βαριά οργανικά- ισχυριζόμενοι ότι ήταν αστικά λύματα, ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας του ΤΕΕ/ΤΚΜ σημείωσε: «Αν δεν τα παραλάβουν στο βιολογικό καθαρισμό, κάποια στιγμή είναι βέβαιο ότι θα πάνε σε κάποιο ρέμα ή στη θάλασσα.

Με δεδομένη αυτή την ψυχολογική πίεση, σκέφτεται κανείς ότι έστω και κατά 80% να καταφέρει να αδρανοποιήσει το λύμα, θα είναι κέρδος για το περιβάλλον». O ίδιος συμπληρώνει, ωστόσο, ότι, όταν μία μονάδα (βιομηχανική κ.λπ.) πρόκειται να ξεκινήσει τη δραστηριότητά της, παίρνει άδεια από τη νομαρχία, η οποία γνωρίζει τι είδους γραμμή παραγωγής ακολουθεί και αν τα απόβλητά της έχουν οποιονδήποτε επικίνδυνο χαρακτήρα. Αυτό περιλαμβάνεται στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων, προκειμένου να αδειοδοτηθεί μία βιομηχανική εγκατάσταση. Από κει και πέρα, η εκάστοτε εγκατάσταση πρέπει να ελέγχεται για το πού πηγαίνουν τα απόβλητά της. Αν οι ιθύνοντές της δίνουν παραστατικό που να βεβαιώνει ότι τα παραλαμβάνει μία εταιρία προς μεταφορά ή διάθεση, η βιομηχανία είναι εν πολλοίς καλυμμένη. Κοινό μυστικό Όσον αφορά τα νοσοκομειακά απόβλητα, τα οποία έχουν μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας, καθώς πολλά προέρχονται από χημειοθεραπείες, ραδιοθεραπείες κ.ο.κ., είναι κοινό μυστικό ότι καταλήγουν στην αποχέτευση κι ελάχιστα νοσοκομεία έχουν πάρει τα προβλεπόμενα βάσει Κοινής Υπουργικής Απόφασης μέτρα για την ασφαλή διαχείρισή τους. Αυτό επισημάνθηκε άλλωστε πρόσφατα, κατά τη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Νοσοκομειακά απόβλητα: Κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον», όπου τονίστηκε ότι πολλές από τις αναγκαίες υποδομές απουσιάζουν.

Μεταξύ των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται είναι και η προεπεξεργασία των αποβλήτων σε ειδικές μονάδες βιολογικής επεξεργασίας, πριν αυτά καταλήξουν στο βιολογικό καθαρισμό. ΕΥΑΘ: «Δεν κινδυνεύουν οι εργαζόμενοι» n O «ΑτΚ» έγινε αποδέκτης της ανησυχίας εργαζομένων σε βιολογικούς καθαρισμούς για το αν στα λύματα που επεξεργάζονται -και τα οποία φέρουν ούτως ή άλλως βαριά μικροβιακά φορτία- υπάρχει και τοξική επικινδυνότητα.

Καθησυχαστικός όσον αφορά την ασφάλειά τους, ακόμη και σε περίπτωση που διαπιστωθεί ύπαρξη τοξικών ουσιών στο βιολογικό καθαρισμό, εμφανίστηκε ο εκπρόσωπος της ΕΥΑΘ, Παναγιώτης Μονέδας, ο οποίος, στο ερώτημα αν πρόκειται ένα τέτοιο ενδεχόμενο να θέσει σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων, απαντάει κατηγορηματικά «όχι». «Και την προηγούμενη φορά που είχαμε το τοξικό σοκ στη Σίνδο δεν κινδύνευσε η υγεία των εργαζομένων», λέει. Με δεδομένο πάντως το γεγονός ότι ακόμη και τα απλά αστικά απόβλητα που προέρχονται από τις αποχετεύσεις των κατοικιών ενοχοποιούνται για το ενδεχόμενο μετάδοσης διαφόρων νοσημάτων, όπως οι ηπατίτιδες, τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να λαμβάνονται για την προστασία της υγείας των εργαζομένων είναι αυστηρότερα από τα συμβατικά και, όπως ανέφεραν εργαζόμενοι, τουλάχιστον στην περίπτωση του Βιολογικού Καθαρισμού Θεσσαλονίκης τηρούνται.

Αναλυτικά, τα μέτρα ασφαλείας για τους εργαζόμενους σε βιολογικούς καθαρισμούς είναι τα εξής:


  • Oι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δουλεύουν, αν έχουν πληγές.



  • Απαγορεύεται να εργάζονται ακάλυπτοι.



  • Πρέπει να φορούν ειδικές φόρμες και γάντια και να έχουν κάλυπτρα.



  • Να φορούν ειδικές μπότες, οι οποίες τους παρέχουν ασφάλεια, λόγω του βάρους αλλά και της στεγανότητάς τους.



  • Δεν πρέπει να μεταφέρουν τα ρούχα της δουλειάς τους στο σπίτι, καθώς αυτά δεν μπορούν να πλένονται με τα ρούχα της υπόλοιπης οικογένειας.



  • Πρέπει να κάνουν συχνά εξετάσεις και να εμβολιάζονται για ηπατίτιδα και άλλα μεταδοτικά νοσήματα.

    Η ταυτότητα του έργου O Βιολογικός Καθαρισμός Θεσσαλονίκης από πλευράς εγκαταστάσεων αποτελείται από τρεις μονάδες, τις «τρεις ασπίδες προστασίας του περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης», όπως τις χαρακτηρίζουν οι αρμόδιοι της ΕΥΑΘ:                                                                                       1. την εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων Θεσσαλονίκης,
    2. την εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων τουριστικών περιοχών Θεσσαλονίκης,
    3. τη μονάδα κατεργασίας αποβλήτων Βιομηχανικής Περιοχής Θεσσαλονίκης.

    Oι εγκαταστάσεις της Σίνδου, οι οποίες στελεχώνονται από 42 υπαλλήλους, παραλαμβάνουν σε ημερήσια βάση περίπου 150.000 κ.μ. λυμάτων, ενώ σε αυτές της Ν. Μηχανιώνας, όπου εργάζονται 15 άτομα, καταλήγουν καθημερινά 3.000 - 4.000 κ.μ. λυμάτων.

    Στις ποσότητες αυτές πρέπει να προστεθούν και τα 225 βυτιοφόρα που κατά μέσο όρο δέχονται καθημερινά οι δύο μονάδες.
    ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 06-03-2005







  • Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Θερμοκρασία και Άνεμοι στην παραλία της Αρτέμιδας