Tου Παντελη Μπουκαλα
Aρκετοί, είτε στο χώρο της αστρονομίας συχνάζουν είτε τη μυθιστοριογραφία της επιστημονικής φαντασίας καλλιεργούν, πιστεύουν πως υπάρχει τρόπος να καταστούν εφικτά τα γαλαξιακά ταξίδια χωρίς να σπαταλάμε άπειρα χρόνια για να μετακινούμαστε από άστρο σε άστρο. Τη δυνατότητα, λένε, την προσφέρει το ίδιο το προβλεπτικό σύμπαν με τις σκουληκότρυπές του ή με τις λιγότερο φαντασμαγορικές μαύρες τρύπες:
Μπαίνεις στο υπερσκάφος και τσουπ, σε ένα ανθρώπινο τρίμηνο καλύπτεις απόσταση τόσο μεγάλη που το ίδιο το ταχύτατο φως (το οποίο, κατά το CERN, έρχεται δεύτερο σε ταχύτητα, ακολουθώντας καταϊδρωμένο τα νετρίνα) θα χρειαζόταν εκατομμύρια έτη για να τη διανύσει. Αλλοι καλλιεργητές της φαντασίας, που πρεσβεύουν ότι εκείνο που πρέπει να διανύσει ο άνθρωπος για να καταξιωθεί σαν κορωνίδα της συμπαντικής φύσεως είναι ο χρόνος και όχι ο χώρος, σκάρωσαν τη χρονομηχανή. Μπαίνεις μέσα, δένεσαι γερά για να μην ταρακουνηθείς από τις χρονοκαταιγίδες και τσουπ, πάλι τσουπ, ταξιδεύεις στo χρόνο. Κατά το γούστο σου, στρίβεις το κρίσιμο κουμπί στο πλην, για να οπισθοδρομήσεις, ή στο συν, για να προωθηθείς στο μέλλον. Αν θέλεις να διαπιστώσεις πόσο δίκιο έχουν οι ειδικευμένες στην παραδοξολογία τηλεεκπομπές, που επιμένουν ότι τη νίκη στον Μαραθώνα την έδωσε στους Αθηναίους ο Αμερικανός κομάντο που εμφανίστηκε ουρανόθεν και θέρισε τους Πέρσες με αναδρομικοπρωθύστερο φιλελληνισμό, πατάς στο χρονοδιακόπτη το 490 π. Χ. Κι αν σε τρώει η απορία πότε θα εκλείψει η οικογενειοκρατία, τουλάχιστον όπως υποστασιοποιείται από τις τρεις γνωστές οικογένειες, κλειδώνεις στο 2111 μ. Χ. (ελπίζοντας ότι το «μ. Χ.» θα σημαίνει κάτι και τότε) και προσεδαφίζεσαι, ή μάλλον προσχρονίζεσαι, στο επιλεγμένο έτος. Και έντρομος απ’ όσα οικογενειοκρατικά βλέπεις, μπαίνεις πάλι στο σκάφος, πατάς τώρα 2211 και ξαναδοκιμάζεις.
Σε ποιον ανήκει η πατέντα της χρονομηχανής, παραμένει ανεξακρίβωτο. Για τους εγκυκλοπαιδιστές, κατασκευαστής της είναι ο Αγγλος συγγραφέας Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς με το μυθιστόρημά του «Η μηχανή που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο». Αντικειμενικότεροι κριτές εντούτοις, ένιοι των οποίων κοσμούν τη Βουλή, διατείνονται ότι την πρώτη μηχανή του χρόνου, δώρο της Αθηνάς, τη διέθετε ο Οδυσσέας· ο φυλετικός μας προπάτορας δεν μεταμορφωνόταν κάθε τρεις και λίγο με τη βοήθεια της ιδιωτικής του θεάς, για να φαίνεται πότε ταλανισμένος γέροντας και πότε ζωηρός άντρας, αλλά χρησιμοποιούσε τη λιλιπούτεια χρονομηχανή του και διακτινιζόταν στο χρόνο της αρεσκείας του. Ηταν δηλαδή ήδη διαστημικός. Ετσι εξηγείται άλλωστε η Χάρυβδη, αυτή η ρουφήχτρα που άλλο δεν είναι παρά ένας πρωιμότατος υπαινιγμός για την ύπαρξη καταβροχθιστικών μελανών οπών (όπως ονομάζει τις μαύρες τρύπες ο αρχαίος φιλόσοφος Σωκρατέλης, σε αδημοσίευτο χειρόγραφο που φυλάσσεται στη μονή Βαλτοπεδίου), καθώς και η παρουσία των ταχύτατων σκαφών των Φαιάκων, που δεν ήταν πλοία της θάλασσας αλλά του αέρα, κοινώς αεροπλάνα, πρωιμότατα και αυτά.
Ακόμα κι αν όλα αυτά είναι παραμύθια, δεν έχει σημασία, αφού πια αποδείχτηκε περίτρανα ότι η μηχανή του χρόνου είναι ελληνική ευρεσιτεχνία, οι δε μαύρες τρύπες έχουν επίσης ελληνικές ρίζες: Μόλις προχθές ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανακοίνωσε ότι χάρη σε ένα πείραμα που διεξήχθη ταυτόχρονα σε Αθήνα, Βρυξέλλες και Νέα Υόρκη (αλλά πάντοτε με την ελληνική καθοδήγηση, μια και αυτοί εκεί στα δυτικά εξακολουθούν να χρειάζονται τα φώτα μας), η χώρα μας μετακινήθηκε χρονικώς στο 2004: «Ξαναγυρνάμε στο βιοτικό επίπεδο του 2004», έτσι είπε. Εν άλλοις λόγοις, η Ελλάδα, πρώτη παγκοσμίως και διαχρονικώς, κατάφερε να φρεσκαριστεί πετώντας από πάνω της τη σκουριά του χρόνου, και μάλιστα σκουριά εφτά ετών (παρεμπιπτόντως, το εφτά μπορεί να είναι παντού αλλού ελκυστικά μαγικό, στην ποίηση λ. χ., στη νεοελληνική πολιτική ιστορία πάντως δεν έχει ευχάριστες ιδιότητες, αν μετρήσουμε την επταετή διδακτορία και τον καταποντισμό της περιόδου 2004–2011). Αυτό το ταξίδι προς τα πίσω, το ταξίδι στο χρόνο, δεν θα ήταν ασφαλές αν η Ελλάδα, καινοτομώντας για μια φορά ακόμα, δεν είχε προσφερθεί με πνεύμα όχι απλώς φιλοπερίεργο αλλά αυτοθυσιαστικό, να μετατραπεί η ίδια σε μαύρη τρύπα (αυτή που καταπίνει τα ευρώ και τις αντοχές μας), η ύπαρξη της οποίας, όπως απέδειξε ο Ιταλολιθουανός αστρονόμος Κρόναν Γιουνιβέρσις, διασφαλίζει την ακίνδυνη κίνηση των διαβόητων χρονονίων.
Πίσω στο 2004, λοιπόν. Στη χρονιά που καήκαμε από την πολλή αίγλη. Στη χρονιά που με μια ζαριά, ανέμελη και εθνικοφρονούσα, ξοδέψαμε δισεκατομμύρια δραχμές, αλλά και το μέλλον μας, αυτό το μέλλον που έγινε ήδη ασφυκτικό παρόν. Α, ναι. Ολα τα είχε προβλέψει ο κ. Βενιζέλος, όταν ως υπουργός Πολιτισμού κατασκεύαζε τους «θεματικούς άξονες» της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Μήπως ο άξονάς του «κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη» δεν παίρνει τώρα σάρκα και οστά με την υποχρεωτική «εισφορά αλληλεγγύης»; Μήπως ο άξονας «παράδοση και νεωτερικότητα» δεν επαληθεύτηκε με την παράδοσή μας στην τρόικα, που ωστόσο έγινε με τρόπο νεωτερικά αβρό; Τέλος, μήπως με τον άξονά του «ψηφιακή οικονομία» δεν μας προειδοποίησε έγκαιρα, ο σοφός, για τους κινδύνους του ψηφιακού χρήματος, του ανεύρετου και ασύλληπτου;
Αφού λοιπόν πήγαμε πίσω, ας διαβάσουμε τα εξής: «Απομένει ένας χρόνος για την Ολυμπιάδα και η ατμόσφαιρα είναι ήδη βαριά, λόγω της κουβέντας για το τι θα αφήσει πίσω της. Υπάρχουν βέβαια τα αόριστα οφέλη για τη χώρα που θα φιλοξενήσει τους Αγώνες, όπως αυτό της ενίσχυσης της εθνικής υπερηφάνειας και της ενθάρρυνσης των παιδιών να ξεκινήσουν κάποιο σπορ. Τι γίνεται όμως με το οικονομικό κομμάτι; (...) Οταν το ολυμπιακό τσίρκο θα έχει φύγει, η πρωτεύουσα θα διαθέτει νέο στάδιο, κολυμβητήριο και ποδηλατοδρόμιο. Θα υπάρχουν καινούργιες διαθέσιμες κατοικίες από τη μετατροπή του Ολυμπιακού Χωριού σε διαμερίσματα. Ορισμένες συγκοινωνιακές γραμμές θα έχουν βελτιωθεί. Ομως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν υλοποιηθεί πολύ φτηνότερα. (...) Η εικόνα που σιγά σιγά εμφανίζεται δείχνει ότι το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων υποτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό, οδηγώντας ταυτόχρονα σε υπερεκτίμηση του καθαρού κέρδους. (...) Επιπλέον, πρέπει να υπάρξει περισσότερη ειλικρίνεια. Αυτός ο μύθος, ότι η Ολυμπιάδα θα αποδειχθεί πολύτιμη μακροπρόθεσμη επένδυση, απειλεί να προσβάλει τη νοημοσύνη των πολιτών».
Οχι. Δεν πρόκειται για άρθρο ελληνικής εφημερίδας του 2003. Για το κύριο άρθρο του βρετανικού «Independent» πρόκειται, όπως αναδημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» στις 30.7.2011. Η πόλη που εννοείται εδώ είναι το Λονδίνο. Κι αν αυτά φοβούνται οι Βρετανοί, που και την οργανωτικότητά τους θαυμάζουμε και τη χρηστότητά τους τη θεωρούμε ανώτερη της ελληνικής, εμείς, με τόση πείρα διαφθοράς και σπατάλης, τι θα έπρεπε να φοβόμαστε για τους δικούς μας Αγώνες του 2004; Αλλά, δυστυχώς, δεν γίνεται να γυρίσουμε πίσω, να ξαναβρούμε ό, τι χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου