Το πρωινό. Η απουσία του οβελία και του κοκορετσιού. Το πρωί του Πάσχα όλοι ξυπνούσαν κάπως αργά, λόγω της αγρυπνίας κατά την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές άναβαν το φούρνο για να ψήσουν το αρνί, σκέτο ή με πατάτες. Στις εύπορες οικογένειες ψήνονταν έως δυο αρνιά, ενώ οι φτωχιές περιορίζονταν σε μια κότα. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που σούβλιζαν αρνί στην αυλή τους. Το κοκορέτσι το έφτιαχναν μόνο ορισμένες ταβέρνες, όχι όμως την ημέρα του Πάσχα, αλλά τις άλλες εορτές και Κυριακές.
Το έθιμο του οβελία δεν είναι μεσογείτικο έθιμο και έγινε γνωστό στους αρβανίτες από τις λίγες οικογένειες των βλάχων, που κατοικούσαν συνήθως στις παρυφές των χωριών. Αυτοί σούβλιζαν αρνί ή το έβαζαν στο γάστρο. Οπωσδήποτε στους μεσογείτες ήταν άγνωστο το έθιμο να σουβλίζονται αρνιά στους δρόμους, καθώς και η διανομή μεζέδων, που συνοδεύεται με οινοποσία, πριν του κυρίως φαγητού σε γνωστούς και περαστικούς.
Μέχρι το μεσημέρι, εκτός από τις νοικοκυρές, που είχαν την ευθύνη του ψησίματος του φαγητού, οι άντρες φρόντιζαν τα ζώα, ενώ τα παιδιά έπαιζαν.
Η ακολουθία της Αγάπης. Πάντως οι πιο πολλοί φρόντιζαν να πάνε στις 10 η ώρα στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αγάπης. Η ώρα της διεξαγωγής αυτής της λειτουργίας δεν ήταν σταθερή, γιατί άλλοτε γινόταν πριν το μεσημέρι και άλλοτε μετά. Παλαιότερα γινόταν στις 10 το πρωί. Εξάλλου και τώρα στην Αθήνα γίνεται πρωινή ώρα, αλλά ήδη από παλιά στα Μεσόγεια γίνεται τις απογευματινές ώρες. Το ενδιαφέρον αυτής της ακολουθίας είναι ότι το Ευαγγέλιο, εκτός από τα ελληνικά, διαβάζεται σε πολλές ξένες γλώσσες.
Στα Μεσόγεια, επειδή η μόνη «ξένη» γλώσσα, που γνώριζαν οι παπάδες, ήσαν τα αρβανίτικα, έλεγαν το Ευαγγέλιο στην αρβανίτικη (όχι αλβανική) γλώσσα. Οι παπάδες έβλεπαν το κείμενο στα ελληνικά και αυτομάτως το μετέφραζαν στα αρβανίτικα, όπως νόμιζε ο καθένας, χωρίς να διαβάζουν συγκεκριμένο αρβανίτικο κείμενο είτε με λατινικούς είτε με ελληνικούς χαρακτήρες.
Κατά την ακολουθία της Αγάπης, τα νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που την πρώτη Μαρτίου είχαν φορέσει στον καρπό του χεριού τους τις στριμμένες κλωστές, για να μη τους μαυρίσει ο ανοιξιάτικος ήλιος, το λεγόμενο «Μάρση» (όχι «Μάρτη»), ακολουθούσαν το εξής έθιμο: Τραβούσαν τις κλωστές και τις έκαιγαν στη φλόγα της λαμπάδας τους, που είχαν ανάψει κατά το προηγούμενο βράδυ της Ανάστασης. Αν τύχαινε να μη πάει στην Αγάπη εκείνος που φορούσε το «Μάρτη», του έφερναν άλλοι αναμμένη λαμπάδα από την Ακολουθία και τον έκαιγε στο σπίτι του.
Ο εορταστικός πασχαλιάτικος σοφράς. Όταν ψηνόταν το φαγητό, οι εύπορες οικογένειες δεν παρέλειπαν να στείλουν με κάποιο παιδί ένα πιάτο φαγητό με κρέας, τυρί, κόκκινα αβγά και ψωμί σε κάποιο φτωχικό σπίτι ή σε άνθρωπο άρρωστο, σύμφωνα με το πνεύμα της ημέρας.
Λίγο μετά τις 11 η ώρα το πρωί, πριν καν έρθει το μεσημέρι, όλοι είχαν επιστρέψει από τη λειτουργία της Αγάπης. Στρωνόταν τότε μέσα στο δωμάτιο ο εορταστικός σοφράς με το αρνί, το φρέσκο τυρί, το γιαούρτι, την κοσόνα και τα κόκκινα αβγά. Όπως είπαμε και πιο πάνω, ατομικό πιάτο δεν υπήρχε, το φαγητό το έπαιρναν απευθείας από το ταψί ή την κοινή πιατέλα. Σαλάτα λαχανικών δεν υπήρχε πάντοτε, σπάνια μόνο μαρούλι με φρέσκα κρεμμυδάκια και άνηθο. Η μέρα αυτή ήταν μια από τις λίγες, που όλοι χόρταιναν το κρέας, γιατί τις άλλες μέρες λίγες φορές είχαν την ευκαιρία να το δοκιμάσουν ή ήταν πολύ λιγοστό. Το κρασί ήταν κι αυτό μπόλικο. Πριν αρχίσει το φαγητό, όλοι όρθιοι έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη» και αντάλλασσαν ευχές, ευχόμενοι κυρίως στον παππού και στη γιαγιά «καλή ψυχή».
Μετά το φαγητό οι περισσότεροι έπεφταν για ύπνο, γιατί σε λίγο έπρεπε να σηκωθούν για να πάνε στο δημόσιο χορό.
Ο δημόσιος πασχαλιάτικος χορός. Στις δύο η ώρα μετά το μεσημέρι όλοι ετοιμάζονταν και φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα, για να παραστούν στο δημόσιο εορταστικό χορό, με πίπιζα και νταούλι. Ο πασχαλιάτικος χορός στο Κορωπί γινόταν στην κεντρική πλατεία, ενώ στην Παιανία γινόταν στην Πλάκα (πλατεία Χριστουγέννησης). Στα σπίτια έμεναν μόνο οι γριές και η γέροι. Αν κάποια γριά παραβρισκόταν μεταξύ των θεατών του χορού, τη σχολίαζαν λέγοντας την αρβανίτικη (αλλά και ελληνική) παροιμία: Çë do dhelpëra në pazar? (=Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;). Τον χορό άνοιγαν πρώτα τα παλικάρια του χωριού, όπως γινόταν και τις αποκριές. Μεζέδες και κρασιά δε σερβίρονταν κατά τη διάρκεια του χορού, ο οποίος κρατούσε πολλές ώρες, μέχρι τη δύση του ηλίου. Οι γυναίκες αποχωρούσαν νωρίτερα, ενώ οι άντρες παρέμεναν μέχρι την ώρα που άρχιζε να σκοτεινιάζει.
Το δείπνο. Οι επισκέψεις. Όταν γύριζαν όλοι από το χορό, έστρωναν και πάλι το σοφρά κι έτρωγαν το υπόλοιπο αρνί κι ό,τι άλλο είχε περισσέψει από το μεσημέρι. Πάντως κρέατα περίσσευαν και για τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας του Πάσχα κι αυτά ήσαν τα κεφάλια, τα εντόσθια και τα πόδια των σφαχτών. Επισκέψεις σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια δε γίνονταν ανήμερα του Πάσχα. Οι επισκέψεις γίνονταν την επόμενη μέρα, Δευτέρα της Διακαινησίμου, που γιορτάζουν οι Τάσοι, οι Τασούλες, οι Λάμπροι και οι Λαμπρινές και τις περισσότερες χρονιές οι Γιώργηδες και οι Γεωργίες.
Το πασχαλιάτικο ποιηματάκι των παιδιών. Χαριτωμένο ήταν ένα πασχαλιάτικο ποιηματάκι, σε μορφή ερωταποκρίσεων, που έλεγαν στα αρβανίτικα τα μικρά παιδιά τις ημέρες του Πάσχα και όχι μόνο:
- Erdhnë Pashkëtë…
-Çë do hamë?
-Ka inë Zot…
-Vemi të vjedhmë?
-Krëç! t’ e presmë!
(Μετάφραση)
-΄Ηρθε το Πάσχα…
-Τι θα φάμε;
-Έχει ο Θεός…
-Πάμε να κλέψουμε;
-Κρατς! Να το κόψουμε! (εννοεί το δάχτυλο)
Το ποιηματάκι αυτό με τους πέντε στίχους το έλεγαν τα μικρά παιδιά το ένα στο άλλο. Το παιδί που άκουγε, πρότεινε την παλάμη του στο άλλο από την έξω πλευρά και το άλλο, που απήγγειλλε τους στίχους, έπιανε διαδοχικά σε κάθε στίχο την άκρη ενός δακτύλου, αρχίζοντας από το αντίχειρα. Το «κρατς!» το έλεγε στο τελευταίο δαχτυλάκι, πιέζοντας πολύ το δάχτυλο, ώστε το παιδί που άκουγε, να πονέσει αρκετά και να δυσαρεστηθεί προσωρινά, αλλά μετά να γελάσει με το αστείο. (Ο τρόπος απαγγελίας του, καθώς και οι κινήσεις που το συνοδεύουν, είναι ακριβώς όμοιος με το επίσης παιδικό ποίημα «΄Εχω μια σαρδελίτσα, την πλένω, την καθαρίζω κ.λ.π.)
Από κοινωνιολογική άποψη το πιο πάνω ποίημα σημαίνει πως η κλεψιά κατά τα χρόνια αυτά ήταν μάλλον συνηθισμένο πράμα. Όμως υπήρχε η επίγνωση της κακής πράξης, γι’ αυτό, όταν γινόταν η πρόταση για κλοπή, είχε ως συνέπεια να κόβεται (εικονικά) ένα κομμάτι από το δάχτυλο του παιδιού.
Καλό Πάσχα
Γιάννης Πρόφης
Λαογράφος
mesogianews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου