ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Μ. Οικονομίδης - Η Γερμανία δοκιμάζει τα όρια της Ευρώπης

Η βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη, δεν είναι κρίση μονάχα της ευρωζώνης. Και φυσικά δεν είναι κρίση αμιγώς οικονομική. Είναι πρωτίστως κρίση πολιτικής και ηγεσίας, σε συνδυασμό με μια βαθιά κρίση αξιών, ηθικής, προτεραιοτήτων και προσανατολισμού.

Κάπως έτσι εξηγείται η αδυναμία της Ευρώπης, να απαντήσει πειστικά και καίρια στο ιστορικό στοίχημα από το οποίο καλείται να μην βγει χαμένη. Γιατί, μπορεί η Γερμανία να έχει… θολώσει πλήρως το καθαρό μυαλό και τη συλλογική συνείδηση της σύγχρονης Ευρώπης, αυτό ωστόσο δεν αφαιρεί σπιθαμή ευθύνης από τους ηγέτες των υπόλοιπων χωρών. Ούτε και από τους επικεφαλείς των σημαντικών φορέων και οργανισμών, που υποτίθεται ότι προασπίζουν τις αρχές του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Γιατί, για το κοινό όραμα μιας πολιτικά Ενωμένης Ευρώπης, του Ντε Γκολ, του Αντενάουερ και του Εθνάρχη Καραμανλή, ας το αφήσουμε καλύτερα.
Σε αυτή την περίοδο βαθιάς σύγχυσης, περισσεύουν η ατολμία, η υποκρισία, ο καθωσπρεπισμός. Το… προσπέρασμα του αυτονόητου και η υποτίμηση της δυναμικής που έχει κάθε ξεχωριστή στιγμή, εφόσον αξιοποιηθεί ουσιαστικά, στην οικοδόμηση της λύσης. Του διεξόδου. Της υπέρβασης της κρίσης.
Με τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Αντώνης Σαμαράς στη γερμανική εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung», απευθύνθηκε όχι τόσο στην πολιτική ηγεσία του Βερολίνου και στα κόμματα της Μπούντεσταγκ, αλλά πρωτίστως στη γερμανική κοινωνία. Εκείνη δηλαδή που πρέπει να καταλάβει, να κατανοήσει και να πειστεί, ώστε με τη σειρά της να ασκήσει στη συνέχεια αφόρητη πίεση στο δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε.
Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σχεδόν στο σύνολο των παραμέτρων του ελληνικού προβλήματος. Άγγιξε ωστόσο και μια… ευαίσθητη χορδή, που ίσως κρύβει μια βαθύτερη, όσο και δραματική εξήγηση της διαιώνισης της κρίσης, τουλάχιστον στο σκέλος που αφορά την Ελλάδα.
«Κάθε φορά που ένας Γερμανός, Ολλανδός ή Αυστριακός πολιτικός αναφέρεται στην έξοδό μας από την ευρωζώνη, λέω στον εαυτό μου: Πως μπορώ να ιδιωτικοποιήσω τις δημόσιες επιχειρήσεις; Ποιος επιχειρηματίας θα θελήσει να επενδύσει ευρώ στην Ελλάδα, αν βρεθεί υποχρεωμένος να εισπράττει δραχμές;», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Αντώνη Σαμαρά.
Ο Πρωθυπουργός παρέθεσε σε… απλά ελληνικά, ένα μέρος της ταμπακιέρας. Γιατί, προσκρούει στην κοινή λογική η απαίτηση των δανειστών να προχωρήσει η Ελλάδα σε βαθιές τομές, όταν την ίδια στιγμή οι ίδιοι υπονομεύουν τη συγκεκριμένη προσπάθεια. Υπονομεύουν την «επόμενη μέρα».
Ο Αντώνης Σαμαράς λοιπόν έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: Ποιόν… βολεύει η απαξίωση του brand name «Ελλάδα» και της κρατικής περιουσίας της, ώστε να πασχίζει με τέτοια αυταπάρνηση να μην επιτρέψει στη χώρα μας να πάρει ανάσα; Αν στην ερώτηση η γερμανική κοινωνία απαντήσει με ειλικρίνεια και… θάρρος, ίσως και να έχει γίνει ένα πρώτο βήμα για να βγούμε από την κρίση.
 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Επειδή δεν πρόκειται φυσικά για σύμπτωση, αρχίζει να καταντά εξαιρετικά κουραστική ως τακτική συνήθεια, η στρατηγική της πολιτικής ηγεσίας της Γερμανίας να ναρκοθετεί και να ακυρώνει τις προσδοκίες πριν από κάποια σημαντική συνάντηση ή συνεδρίαση ευρωπαϊκού οργάνου, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το ζητούμενο γύρισμα της σελίδας.
Αυτή τη φορά, και λίγο πριν την αυριανή συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με την Άνγκελα Μέρκελ, η ίδια η Γερμανίδα Καγκελάριος ήρθε να προεξοφλήσει ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε «τελική λύση» για το ελληνικό πρόβλημα, τουλάχιστον στην παρούσα χρονική και πολιτική συγκυρία.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ωστόσο, επέλεξε και πάλι τον ρόλο εκείνου που εμφανίζεται άτεγκτος, αδιαπραγμάτευτος και σκληρός. Θυμίζοντας συμπεριφορές από το παρελθόν, που πρωτίστως η ίδια Γερμανία θα έπρεπε να επιδιώκει να ξεχαστούν από την ανθρωπότητα.
Φράσεις όπως, «δεν ειναι λύση να δοθεί περισσότερος χρόνος στην Ελλάδα»… «η ευρωζώνη έφτασε στα όριά της με τη στήριξη της Ελλάδας», εκπίπτουν του κοινοτικού κεκτημένου. Απέχουν μακράν της ευρωπαϊκής και ευρύτερα διεθνούς πραγματικότητας. Στερούνται κάθε έννοιας διορατικότητας για το μέλλον.
Φυσικά, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μιλά απευθείας στην… καρδιά της γερμανικής κοινής γνώμης. Του εκλογικού και πολιτικού ακροατηρίου του, για να μην ξεχνάμε και τις επικείμενες εκλογές της Μπούντεσταγκ, τον Σεπτέμβριο του 2013. Με τη συγκεκριμένη ρητορική ωστόσο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η Γερμανία δοκιμάζουν εκείνοι τα όρια της Ευρώπης.
Όπως δοκιμάζονται και τα όρια των Γερμανών βιομηχάνων, δηλαδή των… χορηγών της Άνγκελα Μέρκελ, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του υπόλοιπου πολιτικού συστήματος, καθώς έχουν σταματήσει πλέον να επενδύουν στο εσωτερικό της Γερμανίας, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει συνολικά στην ευρωζώνη, η συγκεκριμένη τακτική από το Βερολίνο.
Εκεί βρίσκεται και η τελευταία «κόκκινη γραμμή», την οποία ο Σόιμπλε γνωρίζει ότι δεν μπορεί να (παρά) τεντώσει. Γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, οι συνέπειες για τον ίδιο, τη Μέρκελ και το CDU, θα είναι πολιτικό-εκλογικά μη αναστρέψιμες.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 Η σημερινή συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ με τον Φρανσουά Ολάντ στο Βερολίνο, και το κλίμα που εκ των προτέρων διαμορφώθηκε, αναφορικά με την αρνητική προδιάθεση της Γερμανίας να προχωρήσει στις αναγκαίες υποχωρήσεις, κυρίως έναντι της Ελλάδας, επιβεβαιώνουν ότι η σημερινή Ευρώπη βιώνει μια πρωτοφανή ατυχή συγκυρία: Σε μια οριακή στιγμή, εν μέσω μιας σύνθετης και όχι μόνο οικονομικής κρίσης, η πολιτική ηγεσία της φαντάζει μοιραία και άβουλη. Πολύ μακριά από τις απαιτήσεις της εποχής.
Η Γερμανία βρήκε χώρο για να επιβάλλει τις στρατηγικές επιδιώξεις της, από τη στιγμή που δεν υπάρχει σοβαρό και αξιόπιστο αντίπαλο δέος. Η Γαλλία του Ολάντ δεν έχει καμία τύχη, από τη στιγμή που ο διάδοχος του Νικολά Σαρκοζί είναι μια εξαιρετικά ελλειματική ηγετικά προσωπικότητα, που δεν μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τη Γερμανίδα Καγκελάριο. Δεν μπορεί να εμπνεύσει τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες στη συγκρότηση κοινού μετώπου. Δεν μπορεί να πείσει τους ίδιους τους συμπατριώτες του. Απλά, δεν μπορεί.
Η Ιταλία θα μπορούσε δυνητικά να διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο, όχι όμως με ηγέτη έναν τεχνοκράτη σαν τον Μάριο Μόντι, και φυσικά πολύ πριν η κρίση βρεθεί ante portas στη Ρώμη. Η Ισπανία δεν είχε ποτέ τη στόφα της «μεγάλης δύναμης», και θα ήταν… υπερβολικό να έχουμε τέτοιες απαιτήσεις σήμερα. Με την οικονομία της Μαδρίτης να κλυδωνίζεται, και με πρωθυπουργό τον Μαριάνο Ραχόι, έναν επίσης ελλειμματικό ηγέτη.
Εκ των πραγμάτων, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι μονάχα η Μεγάλη Βρετανία, όπως τότε… στα πολεμικά χαρακώματα, θα μπορούσε να αντισταθεί για άλλη μια φορά στη γερμανική επέλαση. Μόνο που το Λονδίνο έχει επιλέξει να μην συμμετέχει στην ευρωζώνη, προβληματίζεται για το αν πρέπει να παραμείνει στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, και η οικονομία του δεν βρίσκεται επίσης στα καλύτερα της.
Κι όμως, όλοι αυτοί μαζί, θα μπορούσαν ήδη να είχαν ασκήσει την κατάλληλη πίεση στη Γερμανία και τις χώρες-δορυφόρους της. Επενδύοντας στη δύναμη των κοινωνιών που εκπροσωπούν. Και που, αν εκραγούν, οι άμυνες του Βερολίνου θα φαντάζουν εξαιρετικά εύκολο να καταρρεύσουν.
Επενδύοντας όμως και σε κάτι ακόμη: Στην πλασματική ευημερία της γερμανικής οικονομίας. Που έχει ήδη πατήσει φρένο, στο σκέλος της ανάπτυξης, και είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το αργότερο στις αρχές του 2013 θα έχει «γυρίσει» σε αρνητικό πρόσημο. Θα φλερτάρει δηλαδή με την ύφεση.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την πολιτική αδυναμία στην οποία εκ των πραγμάτων θα βρεθεί το επόμενο διάστημα η Άνγκελα Μέρκελ, λόγω της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία, η στιγμή φαντάζει ιδανική. Για ένα καίριο χτύπημα στο Βερολίνο. Φτάνει οι υπόλοιποι να μην ήταν τόσο μοιραίοι. Ούτε και τόσο άβουλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θερμοκρασία και Άνεμοι στην παραλία της Αρτέμιδας